κοκκάλινος
Смотреть что такое "κοκκάλινος" в других словарях:
αγιοκόρωνο — το 1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό 2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα] … Dictionary of Greek
κοκάλινος — και κοκκάλινος, η, ο βλ. κοκαλένιος … Dictionary of Greek