κοκκάλινος

κοκκάλινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοκκάλινος" в других словарях:

  • αγιοκόρωνο — το 1. ιερό εγκόλπιο, που κρεμούν στο στήθος για φυλαχτό 2. κοκκάλινος σταυρός από τον Πανάγιο Τάφο, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις τού Χριστού και τών Ευαγγελιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κορώνα] …   Dictionary of Greek

  • κοκάλινος — και κοκκάλινος, η, ο βλ. κοκαλένιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»